- αλαφροπατώ
- (α) αμετ. легко, неслышно ступать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλαφροπατώ — ( άω) πατώ ελαφρά, βαδίζω αθόρυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + πατώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπάτης] … Dictionary of Greek
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
αλαφροπάτης — ο [αλαφροπατώ] 1. αυτός που πατάει ελαφρά, που έχει ελαφρό βάδισμα 2. αυτός που βαδίζει γρήγορα … Dictionary of Greek
αλαφροπάτητος — η, ο [αλαφροπατώ] ο αλαφροπάτης* («το πόδι αλαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι», Ρίτσος) πρβλ. και αλαφροπόδαρος … Dictionary of Greek
αλαφροπερπατώ — ( άω) περπατώ ελαφρά, αθόρυβα, αλαφροπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + περπατώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπερπάτητος] … Dictionary of Greek
ελαφροπατώ — ( άω) αλαφροπατώ, βαδίζω ανάλαφρα και αθόρυβα … Dictionary of Greek